πηλοφόρι

πηλοφόρι
το
-ιού, ξύλινο φορείο με το οποίο οι εργάτες κουβαλούν στους χτίστες τη λάσπη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πηλοφόρι — το, Ν [πηλοφόρος] 1. ξύλινο σκεύος με το οποίο οι εργάτες μεταφέρουν πηλό, λάσπη στους χτίστες 2. φρ. «δουλεύει πηλοφόρι» είναι βοηθός κτίστη …   Dictionary of Greek

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

  • πηλοφόρος — ο / πηλοφόρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. εργάτης που μεταφέρει πηλό με το πηλοφόρι, ο βοηθός κτίστη μσν. αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει πηλό 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτέχνης, μισθωτός». [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”